ἀρτιμαθής

ἀρτιμαθής
ἀρτι-μαθής, der eben erst gelernt, erfahren hat

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρτιμαθής — ἀρτιμαθής, ές (Α) 1. αυτός που έμαθε κάτι πριν λίγο 2. ο πρωτάρης, αυτός που μαθαίνει κάτι για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + μαθής < μανθάνω] …   Dictionary of Greek

  • ἀρτιμαθής — having just learnt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιμαθῆ — ἀρτιμαθής having just learnt neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιμαθής having just learnt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιμαθής having just learnt masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιμαθεῖ — ἀρτιμαθής having just learnt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρτιμαθής having just learnt masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιμαθεῖς — ἀρτιμαθής having just learnt masc/fem acc pl ἀρτιμαθής having just learnt masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιμαθές — ἀρτιμαθής having just learnt masc/fem voc sg ἀρτιμαθής having just learnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιμαθέσι — ἀρτιμαθής having just learnt masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιμαθῶν — ἀρτιμαθής having just learnt masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”